- ρουφηχτός
- -ή, -ό, Ν [ρουφώ]1. αυτός που τρώγεται ή πίνεται με ρούφηγμα («ρουφηχτά αβγά»)2. φρ. «ρουφηχτό φιλί» — παρατεταμένο φιλί με παράλληλη κίνηση ρόφησης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρουφηχτός — ή, ό αυτός που μπορεί να ρουφηχτεί: Οάρρωστος έφαγε δύο αβγά ρουφηχτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρουφήχτρα — η, Ν 1. περιστροφική κίνηση νερού κατά τη ροή του ή πίσω από κινούμενο πλοίο, η δίνη, αλλ. ρούφουλας 2. μτφ. γυναίκα που εξαντλεί κάποιον οικονομικά ή σωματικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουφώ / ρουφηχτός + επίθημα τρα (πρβλ. τσούχ τρα)] … Dictionary of Greek